απολυταρχία

απολυταρχία
Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται ήδη στον αρχαίο κόσμο, αν και με αρκετά ποικίλες αποχρώσεις. Στην αρχαιότητα, η βασιλική εξουσία υπήρξε πάντοτε απόλυτη και σε πολλές περιπτώσεις δεσποτική, όπως στις ασσυριακές, βαβυλωνιακές και περσικές μοναρχίες. Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η α. εφαρμόζεται πλήρως από τον 3o αι. μ.Χ., ως συνέπεια του συστήματος που εισήγαγε ο Διοκλητιανός και το οποίο έκτοτε συχνά εκφυλίστηκε στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε έναν αυθαίρετο και βίαιο δεσποτισμό. Την κληρονομιά του αυτοκρατορικού ρωμαϊκού δεσποτισμού παρέλαβαν τον Μεσαίωνα η Εκκλησία και η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά οι δύο μεγάλοι αυτοί θεσμοί, εκτός από τον αμοιβαίο περιορισμό τους, συνάντησαν στο φεουδαρχικό καθεστώς σοβαρά εμπόδια για μια πλήρη άσκηση της απόλυτης εξουσίας τους. Στους νεότερους χρόνους, ο όρος εποχή της α. χαρακτηρίζει στην ιστορία την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ του 17ου αι. και της Γαλλικής επανάστασης (1789). Η συγκέντρωση της απόλυτης εξουσίας στα χέρια του μονάρχη κλείνει τη μακρά περίοδο αγώνων που διεξήγαγαν οι μοναρχίες εναντίον του φεουδαρχισμού για να πετύχουν την πλήρη ενοποίηση του κράτους. Επακόλουθα αυτού του αγώνα ήταν: 1) η μείωση της στρατιωτικής και πολιτικής σημασίας της τάξης των ευγενών που μεταβλήθηκαν σε κάστα· 2) η απαίτηση του κράτους να ασκεί τη νομοθετική εξουσία ταυτόχρονα με τη δικαστική ενοποίηση και την κατάργηση και τον περιορισμό των τοπικών νόμων· 3) η διοικητική συγκέντρωση με συνέπεια την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας· 4) o σχηματισμός μόνιμων στρατών εξαρτημένων από το κράτος. Οι πολιτικές επιπτώσεις συνοδεύονται από την ενίσχυση στο οικονομικό πεδίο της εμποροκρατίας, με την προοδευτική αύξηση του κινητού πλούτου σε σχέση με τον ακίνητο, πράγμα που προκαλεί στο κοινωνικό πεδίο την άνοδο και τη σταθεροποίηση των αστών. Ο μονάρχης, που θεωρεί ότι αντλεί την εξουσία του κατευθείαν από τον Θεό, επεμβαίνει και στο θρησκευτικό πεδίο επιβάλλοντας έλεγχο στην εκκλησία και προκαλώντας έτσι την εμφάνιση εθνικών εκκλησιών, οι οποίες υπάγονται στην εξουσία του κράτους. Η πιο χαρακτηριστική έκφραση της νεότερης α. είναι η μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΔ’, από το 1661 και μετά. Σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, η βασιλική α. μετριάζεται χάρη στην επαφή με τις ιδέες του Διαφωτισμού και διαμορφώνεται έτσι ο λεγόμενος φωτισμένος δεσποτισμός της Μαρίας Θηρεσίας και του Ιωσήφ B’ της Αυστρίας, της Αικατερίνης B’ της Ρωσίας, του Φρειδερίκου B’ της Πρωσίας και του Καρόλου Γ’ των Βουρβόνων της Νάπολης. Η Γαλλική επανάσταση, εκμηδενίζοντας οριστικά την αντίληψη για τη θεία προέλευση της βασιλικής εξουσίας, οδήγησε σε κρίση το απολυταρχικό σύστημα διοίκησης. Μετά τη ναπολεόντεια αυτοκρατορία, η Παλινόρθωση επιχείρησε να αποκαταστήσει τις απολυταρχικές κυβερνήσεις, προκαλώντας όμως σειρά φιλελεύθερων επαναστάσεων με την έντονη απαίτηση παραχώρησης συντάγματος, οι οποίες, συνδυαζόμενες με τις εθνικές επιδιώξεις, οδήγησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι., στη γένεση του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού κράτους. Στην ιστορία της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης, ο όρος α. χρησιμοποιήθηκε τον 16o και 17ο αι. από τους υποστηρικτές της απόλυτης εξουσίας του κράτους. Με την έννοια αυτή, πρώτος σύγχρονος θεωρητικός της α. μπορεί να θεωρηθεί ο Ζαν Μποντέν (1530-1596), σύμφωνα με τον οποίο αρχή δεν είναι τίποτε άλλο από την «απόλυτη και διαρκή εξουσία ενός κράτους», πάνω από κάθε θρησκευτική διαίρεση. Μισό αιώνα αργότερα, o Τόμας Χομπς (1588-1679) θα καθορίσει στην Αγγλία τη συμβατική φύση της κρατικής εξουσίας, κατά την οποία οι ιδιώτες παραιτούνται από όλα τα δικαιώματά τους υπέρ του κράτους, έτσι ώστε αυτή η μοναδική και απόλυτη δύναμη να θέσει τέρμα στον πόλεμο όλων εναντίον όλων και να εγκαθιδρύσει την κοινωνική ειρήνη. Στη Γαλλία, επηρεασμένη από την αντίληψη του καθολικισμού, η θεωρία της α. βρήκε μια διαφορετική ιδεολογική δικαιολόγηση, της οποίας ερμηνευτής έγινε κυρίως ο Μπισέ (1627-1704). Υποστηρίζοντας ότι o μονάρχης δεν είναι υπεύθυνος απέναντι του έθνους, αλλά απέναντι του Θεού, ο Μπισέ μετέτρεψε τη θεωρία της απόλυτης μοναρχίας σε θεωρία της ελέω Θεού μοναρχίας. Κατά την εποχή της Παλινόρθωσης προσχώρησαν σε αυτή την αντίληψη οι υποστηρικτές της βασιλικής α. που καταπολεμούσαν την καινούργια αντίληψη περί του αντιπροσωπευτικού κράτους την οποία είχε επιβάλει η Γαλλική επανάσταση. Ανάμεσα σε αυτούς συναντούμε τον Ντε Μεστρ, τον Ντε Μπονάλ και τον Λα Μενέ, όπως εμφανίζεται στα πρώτα του έργα. Ο Λουδοβίκος ΙΑ’, ο «βασιλιάς-ήλιος», στη διάρκεια της μοναρχίας του οποίου η απολυταρχία βρήκε την πιο χαρακτηριστική της έκφραση (φωτ. Igda). Άγαλμα του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας, κατά τη διακυβέρνηση του οποίου η απολυταρχία έγινε πιο ήπια, υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού (φωτ. Igda).
* * *
η
πολιτειακό καθεστώς κατά το οποίο η εξουσία του ανώτατου άρχοντα είναι απαλλαγμένη από περιορισμούς που την περιστέλλουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυτος + -αρχία < -αρχος < αρχός «άρχοντας, ηγεμόνας». Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απολυταρχία — η 1.το να κυβερνά κανείς χωρίς περιορισμούς: Στο σπίτι τους ο πατέρας του κυβερνούσε απολυταρχικά. 2. πολιτειακό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας κυβερνά χωρίς περιορισμούς, δεσποτικά: Το 18ο αιώνα στην Ευρώπη επικρατούσε το πολιτειακό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολυταρχικός — ή, ό 1. σχετικός με την απολυταρχία 2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός 3. οπαδός της απολυταρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • απολυταρχισμός — ο η απολυταρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… …   Dictionary of Greek

  • διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”